ζεύγος δυνάμεων

ζεύγος δυνάμεων
Σύστημα από δύο δυνάμεις F και F’ που είναι ίσες και παράλληλες, αλλά έχουν αντίθετη φορά. Το ζ.δ. δεν μπορεί να αντικατασταθεί μόνο από μία δύναμη, γιατί η συνισταμένη του συστήματος έχει μέτρο μηδέν και το σημείο εφαρμογής της βρίσκεται στο άπειρο. Η απόσταση l ανάμεσα στις δυνάμεις του ζεύγους ονομάζεται βραχίονας του ζεύγους. Η επενέργεια του ζ.δ. πάνω σε ένα σώμα προκαλεί μία στροφική κίνηση ή παραμόρφωση στρέψης του σώματος. Το ζ.δ. εκφράζεται από ένα διανυσματικό μέγεθος που λέγεται ροπή του ζεύγους (Μ) και δίνεται από το γινόμενο της μιας από τις δυνάμεις επί του βραχίονα του ζεύγους (Μ = F · l). Η ροπή Μ είναι κάθετη στο επίπεδο επενέργειας των ζευγών με φορά που ορίζεται από την πορεία δεξιόστροφου κοχλία. Η κύρια ιδιότητα του ζ.δ. είναι ότι η επενέργειά του σε ένα δεδομένο στερεό σώμα δεν μεταβάλλεται, αν το ζεύγος μετατεθεί σε οποιαδήποτε θέση πάνω στο επίπεδο του ζεύγους ή σε επίπεδο παράλληλο προς αυτό καθώς και αν αλλάζουμε το μέτρο των δυνάμεων και την απόσταση μεταξύ τους έτσι ώστε η ροπή του να παραμείνει σταθερή. Δύο ζ.δ. με ίσες ροπές Μ που επενεργούν πάνω στο ίδιο στερεό σώμα είναι μηχανικά ισοδύναμα μεταξύ τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… …   Dictionary of Greek

  • ζεύγος — το ους, πληθ. ζεύγη, ζευγών, ζευγάρι: Ζεύγος υποδημάτων. – Ζεύγος δυνάμεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυροσκόπιο — Στερεό που μπορεί να περιστρέφεται γρήγορα γύρω από έναν άξονα, ο οποίος διέρχεται από το κέντρο βάρους του. Το στερεό είναι επίσης συμμετρικό εκ περιστροφής γύρω από τον άξονα αυτό. Μία συνηθισμένη συσκευή γ. είναι αυτή στην οποία ο σφόνδυλος… …   Dictionary of Greek

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

  • πέδηση — η / πέδησις ΝΜ [πεδῶ] (για πρόσ. και ζώα) δέσιμο τών ποδιών για παρεμπόδιση τών κινήσεων νεοελλ. 1. τεχνολ. επιβράδυνση ή σταμάτημα τής κίνησης τροχοφόρου με μηχανική πέδη, η οποία συνίσταται στη δημιουργία αντιδρώντος ζεύγους δυνάμεων,… …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • διηλεκτρικά — Στερεές, υγρές ή αέριες ουσίες που παρουσιάζουν υψηλή αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζονται επίσης και μονωτικά. Αντίθετα από τα σώματα που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία στα… …   Dictionary of Greek

  • έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… …   Dictionary of Greek

  • ζυγοστάθμιση — Εργασία που πραγματοποιείται πάνω σε περιστρεφόμενους άξονες προς αποφυγή της καταπόνησης του άξονα από τη φυγόκεντρο δύναμη. Η καταπόνηση προέρχεται από τη διαταραχή της ισορροπίας του βάρους του περιστρεφόμενου σώματος ως προς τον άξονα… …   Dictionary of Greek

  • λίκνιση — (Αστρον.). Μικρή ταλάντωση του ορατού ημισφαιρίου της Σελήνης σε σχέση με το κέντρο της Γης. Η λ. της Σελήνης ανακαλύφθηκε από τον Γαλιλαίο και διακρίνονται έξι τύποι της: α) λ. κατά πλάτος, που οφείλεται στο γεγονός ότι ο ισημερινός της Σελήνης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”